- ευμετακόμιστος
- -η, -οαυτός που μεταφέρεται, μετακομίζεται εύκολα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευμετακόμιστος — η, ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, ον) 1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση 2. αυτός που μπορεί να τόν μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα κομίζω] … Dictionary of Greek
εὐμετακομιστότερον — εὐμετακόμιστος ready to migrate adverbial comp εὐμετακόμιστος ready to migrate masc acc comp sg εὐμετακόμιστος ready to migrate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετακόμιστον — εὐμετακόμιστος ready to migrate masc/fem acc sg εὐμετακόμιστος ready to migrate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετακόμιστα — εὐμετακόμιστος ready to migrate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετακόμιστοι — εὐμετακόμιστος ready to migrate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάροιστος — εὐπάροιστος, ον (Α) 1. αυτός που παραφέρεται εύκολα 2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ οιστος (< παρ οίσω, μέλλ. τού παρα φέρω)] … Dictionary of Greek